Κυριακή

could i laugh again...



Με ένα τραγούδι κολλημένο στο μυαλό από το πρωί σχεδόν , άντε δύο , το δεύτερο σφήνα αργότερα το μεσημέρι . Παρεμβολές ηχητικές σε μια μνήμη κενή σε ψυχή τραυματισμένη , σαν ορατότητα που δοκιμάζει την διαφυγή από την ορεινή ομίχλη
Again , again , again , again , could i laugh again again again again Behind these hazel eyes και ψάχνεις το σκονισμένο παντελόνι , την καμένη από την εξάτμιση κορντούρα για να τρέξεις μακριά , ίσως γιατί δεν θέλεις να περάσεις άλλη μια νύχτα με την σκιά των χαπιών της λήθης στον οισοφάγο , για να αποφύγεις την εφτάχρονη ερμηνεία που σε κυνηγά . Η βαλβίδα εκτόνωσης κλειστή από καιρό , αργεί πολύ να ξεκολλήσει , ένα κρακ χρειάζεται να ακούσεις σαν κι αυτό που συνέβη μέσα σου και να εξατμιστεί όλη σου η φιλοσοφία , όλη σου η αγνότητα που αντιμετώπιζες την ανθρώπινη ύπαρξη και σχέση  . Ένα τραγούδι , δύο τραγούδια κι ένας τρελός που υπήρχε στην κάρτα του τηλεφώνου , η φθαρμένες κορντούρες τα τρύπια γάντια και το βρώμικο κράνος να κλείνει την πόρτα . Η αγωνία της αγαπημένης σου της ερωμένης σου της μοναδικής που δεν θα σου χαλάσει ποτέ την καρδιά , με την υπομονή αγίου και τα λερωμένα από τους δρόμους φανάρια να σε δέχεται , να σε καλωσορίζει επάνω στην ράχη της . Όχι ποτέ επάνω , μέσα της , έτσι σε υποδέχεται με την ψυχή να γουργουρίζει μπάσα , με την καρδιά να τρίβεται υγρή στην ανάφλεξη της και η αναπνοή να εκσφενδονίζεται μέσα από το Τιτάνιο και να γεμίζει αγέρωχα τα ανθρώπινα αυτιά σου
Εσύ μέσα στην μοτοσυκλέτα εκείνη μέσα σε εσένα να αναρωτιέσαι ποιος έχει την πιο μεγάλη ανάγκη για σκοτάδι , ποιος θα ξεπεράσει τον εαυτό του , το όριο του .
Εκείνη με την μαύρη της θωριά να ταλαντώνει κάθε τόσο το πλαίσιο , σε κάθε πίεση αντίθετης στροφής , εσύ να φανερώνεσαι άνεμος με ανοιχτό το κράνος και τέρμα την μουσική , σε μια χορογραφία συμπαντική , σχεδόν ερωτική με την ηδονή να σπα
ράζει στο δεξί γκρίπ . Και ύστερα γίνεσαι νύχτα , γεννιέσαι και πεθαίνεις πριν το δειλινό στην έξοδο , στο χάσιμο του πίσω τροχού σε κάποιο ορεινό χωμάτινο μονοπάτι , εκεί που σε πιέζουν οι σκιές , εκεί που σε τρέφουν τα λασπόνερα , εκεί αναμειγνύεις τις κουρασμένες λέξεις , τις απαγορεύσεις , τα φραγμένα λόγια και τις αντικαταστάσεις με την ερχόμενη τυφλή στροφή , με το πέταλο που δεν πρόλαβες να φρενάρεις αλλά σε έσωσε η βαριά μπότα και το γκάζι που έτρεξε πριν από εσένα , σαν δάκρυ που αβίαστο έσταξε από το μόνο άστρο που είχε εκείνη την ώρα μόλις κρυφτεί πίσω από το τελευταίο δέντρο που προσπέρασες . Έτσι σαν το αβίαστο σ΄ αγαπώ που πετάχτηκε στο μαξιλάρι .
Ένα ντεπόζιτο χρειάζεται γεμάτο και τριάντα ευρώ για την επιστροφή . Ένα ντεπόζιτο και τα χιλιόμετρα που δεν μετράν ποτέ την ευτυχία , μόνο κρατάνε από το χέρι την ανατολή που έσκαζε κάπου πίσω σου ανυποχώρητη στην παράκληση σου να αργήσει αυτή την φορά , να μην σε προλάβει , να την προσπεράσεις και να έρθει πάλι η νύχτα στα καλογραμμένα όρια του ορίζοντα , να ακολουθείς μόνο τα τεχνητά φώτα της χαμένης σου πόλης , της κλεισμένης σου διαδοχής .
Κλέβω τον αέρα  για την ερωμένη μου , με χαϊδεύει ακόμη ο ήχος της απώλειας και στο χέρι μου είναι σφραγισμένη η τελευταία της εκτόνωση . Δεν έχει σημασία που αύριο θα μετράω πάλι τις ίδιες λευκές γραμμές  , ούτε το ότι θα κάνω πως πιστεύω την κάθε της υπόσχεση για την αδιαφορία στην έλξη της . Ξέρει πως θα συνεχίζω να  περνάω με κόκκινα την πιο απαγορευμένη διασταύρωση και θα τερματίζω την ανάρτηση στην ανάποδη στροφή κάτω από την μεγάλη γέφυρα . Μέχρι να χαθεί η πρόσφυση .
Μέχρι να σκάσει πάλι το χαμόγελο πίσω από τα μάτια του χαλαζία που έσπασε τον χρόνο . 



mat

 

Δευτέρα

Ωχρή Ανεμώνα




Θέλησα να αρνηθώ την προσφερόμενη ανεμώνη
κι έτσι προσπέρασα βιαστικά τον τραγουδιστή
Φυλακισμένος με τα απομεινάρια χθεσινού δείπνου
απειλώ τον δεσμοφύλακα  πως αν μου λύσει τις χειροπέδες
μπορεί με τα ψίχουλα να κατασκευάσω τον εχθρό
οπού θα κοιμίζει στην αγκαλιά
για να καταστείλει τις εξεγέρσεις
που ξύπνιο με κρατούν 

Εκείνος τότε γελά εγκάρδια και μου προσφέρει
πάλι μιαν μαδημένη ανεμώνα

~ κάνε μελάνι με τους σπόρους
να υπογράφουν οι στρατιώτες
στα άγια νυμφίδια με τους γερασμένους πόρους  ~

Μελάνη νοθευμένη , ανόρεχτη , υγρή λαβωματιά
να ρέει όπως ποθώ να λειτουργήσω
κι έπειτα τις καταβολάδες που σε υπόγειες σήραγγες
φύονται κι αντρειεύουν κλέβοντας την διάσταση  
κρύβομαι με  τα ωχρά στιλέτα  
που σχίζουνε το φορεμένο δέρμα

Δυό φίδια με κυνηγούν
το ένα με παλεύει με την φωτιά
το άλλο με τον αέρα σύμμαχο την θεριεύει
και τα δυό κατατρών  τα σωθικά
Γεννούν τα αυγά τους με τέτοια συχνότητα
που αδυνατώ να τα συγκρατήσω
Εκσφενδονίζω την ημέρα
όλες τις βραδινές αποπλανήσεις
κι ενταφιάζω την πιο αγαπημένη
μην την προδώσουν
τα περσινά ερωτευμένα μάτια
στα χείλη του εχθρού μου

Δαιμονισμένες νύχτες που γύρευα το αίμα
θέλοντας έτσι να δοκιμαστώ
στην αγωνία της σφαγής
περνούν από τους κόμπους του χεριού μου
Τριάντα τρία « κύριε ελέησον »
κλείνουν  την πόρτα
τα εφτά σκαλιά που ανέβηκα
στην ίδια προσευχή οδηγούν
οι οίκοι που κατοίκησα
το ίδιο άνθος στο οικόσημο
μια κάτωχρη ανεμώνη
σαν παραπλανημένη εξέγερση
Στερημένη ώρα αποχωρώ
με τον αιμόφυρτο τραγουδιστή
να με αγκαλιάζει
και τον πραματευτή της νύχτας
να ουρλιάζει
μην δέχεσαι αυτήν την ανεμώνη
… 

mat