Κυριακή

Αγρύπνια


Αγρύπνια




Πως έφτασα εδώ ούτε και ξέρω, 4οκατι χιλιόμετρα μακριά από το ασφαλές μου καταφύγιο 47 χρόνια να βήχουν στο πλευρό μου . 
Με δυο βδομάδων τροφή στο αδύνατο παντελόνι με έναν λεκέ από σμάλτο λευκής ροής , μισό πακέτο τσιγάρα κι έναν καφέ στο πλάι να δίνει μια νότα έμφασης συγγραφικής αγρυπνίας
Πάνε πολλές αξημέρωτες μέρες που χαζεύω τον κέρσορα ή καρφώνω μολύβια στο κρεβάτι γα τον λόγο της ανυπαρξίας Μιας ανόητης στιγμιαίας χαμένης έμπνευσης , ο καφές πάντως δεν είναι της στιγμής , βαρύς διπλός ελληνικός να δυναμώνει την μοναχική συχνότητα των μεγαχερτζ που εκπέμπουν οι ηλεκτρονικές μου σύντροφοι και το δανεικό λάπτοπ .
Θα ‘ήθελα πάρα πολύ να κοιμηθώ στο ατέλειωτο σύμπαν μιας απρόσμενης επιστροφής , παρακαλώ τον εαυτό μου να πιστέψει πως τα κελεύσματα σιγανών βηματισμών δεν σημαίνουν τίποτα άλλο από αυτό που δηλώνουν . Η χαμένη πίστη το σχισμένο ηθικό και η επιφύλαξη , αυτά είναι ξαπλωμένα στο διπλό κρεβάτι με το κινητό τηλέφωνο στο προσκεφάλι να φορτίζει αδυνατώντας να εξημερώσει την απελπισία των διάσπαρτων στιγμών που σκορπίζονται στα μεθυσμένα μου δάχτυλα .
Πέντε λεπτά ήταν αρκετά για να εξαπολύσει το ταβάνι τις ηλεκτροφόρες σμέρνες στο ανέραστο όνειρο , λίγο πριν θελήσουν τα κρύσταλλα των οφθαλμικών βοηθημάτων να πάρουν την κατηφορική στροφή για την απώλεια .
Ψάχνω να βρω μια κούπα να αδειάσω τις στάχτες , να φυλάω τα στοιχειώδη διαγράμματα των κατακαθιών , φευ!
Στα βιβλία του τελευταίου καιρού βρίσκω τις σειρές που χάνονται από την ψυχή μα είναι δύσκολο να τις βάλω σε τάξη και να επαναφέρω τις λανθασμένες στην πρωτόγεννη μορφή .
Θα φτιάξω κι άλλον καφέ προτού ξημερώσει , προτού ξυπνήσει η αχνή μου συνείδηση και χαθούν τα δίχτυα της νυχτερινής συνομιλίας στα νεφρά της άρθρωσης , δεν θα ήθελα να αποδειχθώ μια αδόκιμη προσδοκία όσο κι αν η ερωτευμένη πλευρά επιμένει να, διασκορπίζει τα πέπλα της στα βλέφαρα μου
Βλέπω τον κέρσορα να με κοροϊδεύει , λες και ξέρει πως γράφω ασυνάρτητες σκέψεις οι οποίες μεταφέρουν ένα διαρκές βουητό χλμ μακριά από τον τόπο διεργασίας τους . Ίσως δεν πρέπει να καπνίζω στην διάρκεια της επίπονης καταγραφής τους , επαναστατούν και κρύβονται πίσω από παραγράφους , πίσω από ανύπαρκτες συνομιλίες πίσω από κάδους ανακυκλώσιμων υλικών , σαν επανεγγραμμένα ηλεκτρονικά μηνύματα στην δικαιολογία της ολοήμερης διαπραγμάτευσης .
Βηματίζουν ασύμμετρα τα δαχτυλίδια του καπνού στα δάχτυλα μου , πόσο θα αντέξω ακόμη θεέ μου πριν καταρρεύσει το τελευταίο πρόθεμα ;  Αν σχίσω το ένα χαλκείο θα εμφανιστούν κι άλλα πιο ισχυρά , πιο προστατευμένα και άλλα χέρια δεν έχω σωστά να τα χαϊδέψω .


mat

Μεθυσμένη αυλή

¨Ολη την νύχτα , αδημονούσε η αυλή
να ξεδιψάσει του καλοκαιριού την μέθη
το ρόδο , το μοναδικό στόλισμα του κήπου
τρυγούσε ολοπόρφυρο  του γιασεμιού τον στήμονα
Πλάι – πλάι  οι σκιές 
κέντριζαν με τον λίκνο τους
τα σιδερόφρακτα φεγγάρια
οπού με τις φυλακισμένες λάμψεις
διέγραφαν κύκλους ως κίτρινοι χορευτές
ελάχιστων εκατοστών γύρω απ’ τον εαυτόν τους
ενώ χαρούμενοι λαμπύριζαν οι χαλαζίες του μαρμάρου


Όλη η νύχτα προσπαθούσε να δαμάσει την διάφανη σταγόνα
που εξεγερμένη χάραζε διαδρόμους στο ποτήρι
κι όλο άπλωνε
κι όλο μάζευε κι άλλες
και θέριευε στο τραπέζι
λές και συνωμοτούσε να καταλάβει την αυλή
Στην αρχή ψιθύριζε
κατόπιν φώναζε κι όλο μεγάλωνε
κι όλο τρέχαν οι υπόλοιπες στο κατόπι της
μέχρι που γίναν λίμνη
φτιάξαν ποτάμι γδέρνοντας το μαρμάρινο τραπέζι
κι άλλη λίμνη κι άλλο ποτάμι παρέκει
μέχρι να γίνουν καταρράκτης  
μέχρι να γίνουν θάλασσα
να πνίξουν την αυλή

Έτσι, σταμάτησα να γεμίζω το ποτήρι
Η θρασεία σταγόνα εξατμίσθηκε
πριν φτάσει το τσιμεντένιο πάτωμα  

Ολάκερη την νύχτα
τρυγούσε την μεθυσμένη αυλή
το κόκκινο , μοναδικό της άνθος
λίγο προτού χαράξει ,
μαράθηκε στα χέρια του γιασεμιού .           

mat